- προκατεισδύνω
- Αεισχωρώ, τρυπώνω κάπου προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατά + εἰσδύνω, άλλος τ. τού εἰσδύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατεισδύνοντα — προκατεισδύ̱νοντα , προκατεισδύνω go in before pres part act neut nom/voc/acc pl προκατεισδύ̱νοντα , προκατεισδύνω go in before pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)